φορτηγικός

φορτηγικός
-ή, -όν, Α [φορτηγός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά φορτίων («φορτηγικὸν πλοῑον», Θουκ.)
2. φρ. «φορτηγικὰ βρώματα» — τρόφιμα κακής ποιότητας, σαν αυτά που βρίσκονται στα φορτηγά πλοία (Δίον. Κωμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φορτηγικά — φορτηγικός of neut nom/voc/acc pl φορτηγικά̱ , φορτηγικός of fem nom/voc/acc dual φορτηγικά̱ , φορτηγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγικῶν — φορτηγικός of fem gen pl φορτηγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγικόν — φορτηγικός of masc acc sg φορτηγικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγικοῦ — φορτηγικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”